ἔνδεσμος — bundle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδέσμοις — ἔνδεσμος bundle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδέσμου — ἔνδεσμος bundle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδέσμους — ἔνδεσμος bundle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδέσμῳ — ἔνδεσμος bundle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδεσμοι — ἔνδεσμος bundle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδεσμον — ἔνδεσμος bundle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вязание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἔνδεσμος) 1) смычка, связка бревен, или досок; накат, потолок,… … Словарь церковнославянского языка
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
ԿՈԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1108 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. Յորմէ ռմկ. կոճակ: ἕνδεσμος illigatio, contignatio ἅφοδος digresss եւ θεέ եբր. թէիմ. Պահանգ. կապ շինուածոց. եւ Վերնախարիսխ բարաւորաց որպէս կզակ դրանն. եւ Ի դուրս ելեալ կողմն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)